Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἱ συμβάλλοντες

См. также в других словарях:

  • συμβάλλοντες — συμβάλλω throw together pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OLMEJUS — inter fluvios Musis dicatos, memoratur Statio Theb. l. 7. v. 284. tuque ô Permesse canoris, Et, felix Olmie, vadis Uti vugo habetur, sed Olmeie, legi vult Barthius, ex Strabone l. 9. Καὶ ὁ Περμηςςός τε καὶ ὁ Ὀλμειὸς ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος συμβάλλοντες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»